- γεωγράφος
- γεωγράφοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωγράφος — ο, η (ΑΜ γεωγράφος, ο Α και ως επίθ. γεωγράφος, ον) αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη γεωγραφία μσν. ο γεωγράφος ο Στράβων … Dictionary of Greek
γεωγράφος — ο, η 1. επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο τη γεωγραφία. 2. συγγραφέας βιβλίων γεωγραφίας: Ο Στράβωνας είναι από τους σημαντικότερους γεωγράφους της αρχαιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μελέτιος ο Γεωγράφος — (Μιχαήλ Μήτρου, Ιωάννινα 1661 – Κωνσταντινούπολη 1714). Λόγιος, κληρικός και συγγραφέας. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του, κοντά στον Βησσαρίωνα Μακρή, ενώ τις συμπλήρωσε αργότερα στην Πάντοβα (1681 86), όπου επιδόθηκε κυρίως στη… … Dictionary of Greek
γεωγράφοις — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut dat pl γεωγράφος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγράφου — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut gen sg γεωγράφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγράφους — γεώγραφος earth describing masc/fem acc pl γεωγράφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγράφων — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut gen pl γεωγράφος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγράφῳ — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut dat sg γεωγράφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγράφοι — γεωγράφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγράφον — γεωγράφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)